-
1 συγκεκριμένα
συγκρίνωbring into combination: perf part mp neut nom /voc /acc plσυγκεκριμένᾱ, συγκρίνωbring into combination: perf part mp fem nom /voc /acc dualσυγκεκριμένᾱ, συγκρίνωbring into combination: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 συγκεκριμένα
en concret -
3 συγκεκριμενα
именоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > συγκεκριμενα
-
4 συγκεκριμένα
specificallyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > συγκεκριμένα
-
5 (και) συγκεκριμένα
именоГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > (και) συγκεκριμένα
-
6 specifically
συγκεκριμένα -
7 именно
именночастица1. συγκεκριμένα:пришли́ все, а \именно·... ἡρθαν ὅλοι καί συγκεκριμένα...·2. (в смысле «то есть*) ἀκριβώς, δηλαδή, τουτέστι·3. (в смысле «как раз») ἀκριβώς:\именно так ἀκριβώς, ἔτσι ἀκριβώς· тебя \именно здесь не хватает ἐσύ μᾶς ἐλειπες· сколько \именно? πόσο ἀκριβώς· кто \именно? ποιος συγκεκριμμένα;, ποιος ἀκριβώς;· ◊ вот \именноΙ ἀκριβως!, αὐτό θἄ λεγα καΓ γώ. -
8 как-то
как-тонареч1. (каким-то образом) κάπως, μέ κάποιο τρόπο:он \как-то сумел уладить дело μπόρεσε μέ κάποιο τρόπο νά τακτοποιήσει τήν ὑπόθεση· все э́то \как-то странно ὅλ' αὐτά εἶναι κάπως παράξενα·2. (однажды) κάποτε, μιά φορά, μιά μέρα:я \как-то захрдил к нему́ μιά μέρα τόν ἐπισκέφτηκα· \как-то раз μιά φορά·3. (а именно) καί συγκεκριμένα, δηλαδή:все предприятия, \как-то:строительные, текстильные, полиграфические и т. д... ὀλες οἱ ἐπιχειρήσεις, καί συγκεκριμένα οἱ οἰκοδομικές, ὑφαντουργικές, τυπογραφικές κ.λ.π...·4. вопр. и относ, (каким образом, как) πῶς:\как-то еще закончится эта история πως θά τελειώσει αὐτή ἡ ιστορία; -
9 именно
επίρ.1. συγκεκριμένα, για την ακρίβεια, ονομαστικά• δηλαδή•для этого требуются три вещи, а -: уменье, терпение и деньги γι αυτό χρειάζονται τρία πράγματα, συγκεκριμένα: ικανότητα, υπομονή και χρήματα•
вот -! να ακριβώς! (ό,τι χρειάζεται)•
-об этом идет речь ακριβώς γι αυτό γίνεται, λόγος•
кто -? ποιος ακριβώς;•
сколько -? πόσο ακριβώς;
2. ναι, έτσι, πραγματικά. -
10 δια-χέω
δια-χέω (s. χέω; διαχῠσαι Xen. Mem. 4, 3, 8, l. d.), eigentl. = aus einander gießen, ausgießen; sodann überhaupt = zertheilen, zerlegen, auflösen. Bei Homer viermal, in der Form διέχευαν, vom Zerlegen der geschlachteten Thiere, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 30 διέχευαν διεμέρισαν: Iliad. 7, 316 Odyss. 3, 456. 14, 427. 19, 421. – Hinübergießen, Herodot. 6. 119 ἐκ δὲ ταύτης ἐς ἄλλο διαχεόμενον; übh. Ggstz von πηγνύναι, Plat. Tim. 46 d; vgl. τὰ συγκεκριμένα βίᾳ διαχεῖν Phil. 46 e; in mannichfachen Uebertragungen, vom Zertheilen einer Geschwulst, Medic.; vom Schmelzen des Schnees, Xen. Cyn. 8, 1; vom Schmelzen des Erzes, Pausan. 9, 41, 1; bei Theophr. = kechen; νῆα διέχευαν ἄελλαι Ap Rh. 3, 320; pass, von Todten, in Verwesung übergehen, aufgelöst werden, Her. 3, 16; übertr., βουλεύματα διαχέαι, vereiteln, 8, 57; wie D. Hal. 3, 6; χῶμα ἐπὶ πολὺ διαχεῖται, fällt weit auseinander, Thuc. 2, 75; auch von Soldaten, Xen. Hell. 7, 4, 34; σώματα ὑπὸ μέϑης διακεχυμένα Plat. Legg. VI, 775 c; auch εὐφραινό– μενος διαχεῖται, wird zerstreut, aufgeheitert, Plat. Conv. 206 d; διαχεῖται im Ggstz von αὐστηρὸς ὤν D. L. 7, 26; το πικρὸν λόγοις διαχέουσι καὶ ἐκπραΰνουσι Plut. ad. et am. discr. E.; διακεχυμένους τοῖς προσώποις, mit heiterem Gesicht, Plut. Cat. min. 1; Pomp. 57; Aex. 19 auch διακεχυμέ νῳ προσώπῳ; vgl. Pol. 8, 29, 4; Luc. Conv. 18.
-
11 διαχεω
(aor. διέχεα - эп.-ион. διέχευα)1) разливать, переливать2) pass. стекать(ἀπὸ τῆς γῆς εἰς τὸ πέλαγος Plut.)
(χῶμα διαχεῖται Thuc.)
4) разделять, разъединять(τὰ συγκεκριμένα Plat.)
5) разрубать, рассекать(βοῦν ἅπαντα Hom.)
6) растворять, распускать или разрежать(ἥ θερμότης διαχεῖ τὸν ἀέρα Arst.)
; растворяться(τὰ φάρμακα διαχοῦνται Arst.)
7) pass. испаряться8) pass. таять(διαχεῖται ἥ χιών Xen.)
9) pass. расходиться, распространяться10) pass. разбегаться(οἱ στρατιῶται διαχέοντο Xen.)
11) pass. разлагаться, истлевать(ὅ νεκρὸς τεταριχευμένος οὐδὲν διεχέετο Her.)
12) расслаблятьδιακεχυμένος Plut. — развязный13) ослаблять, притуплять(τέν αἴσθησιν τοῦ ἁπτομένου Plut.)
14) смягчать, успокаивать, утешать(λόγοις ἐπιεικέσιν Plut.)
διακεχυμένος τῷ προσώπῳ или διακεχυμένῳ προσώπῳ Plut. — с веселым лицом;εὐφραινόμενος διαχεῖται Plat. — он преисполнен радости15) разрушать, расстраивать(τὰ βεβουλευμένα τινός Her.)
-
12 именно
именно ακριβώς' συγκεκρι μένα (конкретно) а \именно δη λαδή* * *ακριβώς; συγκεκριμένα (конкре́тно)а и́менно — δηλαδή
-
13 namely
adverb (that is: Only one student passed the exam, namely John.) συγκεκριμένα -
14 specifically
adverb I specifically told you not to do that; This dictionary is intended specifically for learners of English.) συγκεκριμένα, ειδικά, ρητά -
15 именно
[ίμιννα] μόρ. συγκεκριμένα -
16 именно
[ίμιννα] μόρ συγκεκριμένα -
17 дальше
1. συγκρ. β. του επ. далекий και του επίρ. далеко.2. επίρ. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπιν, ακολούθως•а дальше что было? και μετά τι έγινε;•
что же -? και μετά;
3. παρακάτω, κατωτέρω•пишите дальше γράφετε παρακάτω•
дальше рассказывай дальше διηγήσου παρακάτω.
|| περισσότερο, άλλο, πιο πέρα•я дальше не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω.
εκφρ.дальше! – παρακάτω!•дальше ехать некуда – παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω•не дальше как... ή не дальше чем – (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα. -
18 конкретно
επίρ.συγκεκριμένα. -
19 διαχέω
A- χύσω Gp.7.8.4
: [tense] aor. -έχεα, [dialect] Ep. - έχευα (the only tense used by Hom.):—pour different ways, scatter,τὸν χοῦν Hdt.2.150
.b in Hom., cut up a victim into joints,αῖψ' ἄρα μιν διέχευαν Od.3.456
, cf. Il.7.316, al.;χαλκὸς ἔγκατα διέχευεν Theoc.22.203
.2 disperse,τὰ συγκεκριμένα Pl.Phlb. 46e
;ἡ θερμότης δ. τὸ ὑγρόν Arist.Pr. 869a15
; melt, fuse,χαλκόν Paus.9.41.1
; liquefy, opp. πηγνύναι, Pl.Ti. 46d;νῆα.. διέχευαν ἄελλαι A.R.3.320
; δ. ἀποστήματα disperse abscesses, Thphr.Od. 59(61); δ. ἴχνη to destroy the scent, X.Cyn.5.3:—[voice] Pass., ib.8.1:—also [voice] Med., dissolve, Nic. Al. 373.3 metaph., confound,τὰ βεβουλευμένα Hdt.8.57
.II more freq. in [voice] Pass., to be poured from one vessel into another, Hdt.6.119.3 to be dissolved, liquefied, X.Cyn. 8.1, Arist.Pr. 890b17, etc.; of a corpse, Hdt.3.16; disperse, of soldiers, X.HG7.4.34; of humours, Hp.Epid.4.45.4 metaph., to be or become diffused or relaxed, εὐφραινόμενον -χεῖται, opp. λυπούμενον συσπειρᾶται, Pl.Smp. 206d;ὑπὸ μέθης διακεχυμένος Id.Lg. 775c
, cf. Plb.8.27.4; [αἱ ἐπιθυμίαι] οὐ διαχέονται Epicur.Sent.30
;μαλακὸν καὶ διακεχυμένον βλέπειν Arist.Phgn. 813a26
;φαιδρὸν καὶ δ. πρόσωπον Plu.Alex.19
; τῆς ψυχῆς τὸ παθητικὸν διακεχυμένον ὑπὸ τοῦ λόγου Zeno ap.eund.2.82f, cf. Tryph. Trop.p.205S.
См. также в других словарях:
συγκεκριμένα — συγκρίνω bring into combination perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκριμένᾱ , συγκρίνω bring into combination perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek